-
1 περιπείρω
A put on a spit,π. τι περὶ λόγχην Plu.Galb.27
: metaph., pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις IEp.Ti.6.10:—[voice] Pass., to be spitted or pierced,ξίφεσι καὶ λόγχαις D.S.16.80
;Χάρακι Id.19.84
;σκόλοπι Ael.NA7.48
;ὀβελοῖς Luc.Gall. 2
: metaph., to become entangled, ;δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411
, cf. Vett.Val.250.11.II run into,τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. Descr.12.2
([voice] Pass.):—[voice] Pass.,ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.NA 15.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπείρω
См. также в других словарях:
περιπείρω — ΜΑ διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.) αρχ. 1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ) 3 … Dictionary of Greek